- συχνός
- -ή, -ό / συχνός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, -ά, -ό, Ν1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος», Πλάτ.)2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) συχνάπολλές φορές, συχνάκιςνεοελλ.(το ουδ. τού τ. συχνιός στον πληθ. ως επίρρ.) συχνιάσυχνάαρχ.1. (για χρόνο) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια2. αυτός που γίνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνεχής3. (κατ' επέκτ.) ανιαρός, βαρετός («εὖ ἐποίησάς με μάλα συχνοῡ λόγου ἀπαλλάξας», Πλάτ.)4. πολύς, πολυάριθμος («ὀλιγαρχία, συχνῶν γέμουσα κακῶν πολιτεία», Πλάτ.)5. (για πόλεις ή κατοικημένα μέρη) πολυπληθής, πολυάριθμος («καὶ ἡ περικειμένη χώρα συχνὴ καὶ σφόδρα εὐδαίμων», Στράβ.)6. άφθονος, πλούσιος («ἀφελὼν συχνὸν ἀργύριον ἐξ ἑκάστου», Πλούτ.)7. μεγάλος8. ο μεγάλης ποσότητας9. (για αγγείο) ο μεγάλης χωρητικότητας, ογκώδης10. τεταμένος, τεντωμένος11. σύντονος, συστηματικός («περὶ τὰ τοιαῡτ' ἐμπειρίαν τε καὶ σκέψιν γεγονυῑάν μοι καὶ μάλα συχνήν», Πλάτ.)12. (το αρσ. στον πληθ. ως απόλ.) συχνῷ- πολλοί μαζί13. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) συχνό να) συχνάβ) σε μεγάλη απόσταση14. (η δοτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) συχνῷ- (με επίθ. συγκρ. βαθμού) κατά πολύ («νεώτερον ὄντ' ἐμοῡ καὶ συχνῷ», Δημοσθ.)15. φρ. α) «συχνὸν τοῡ βίου» — μεγάλο μέρος τής ζωής (Πλάτ.)β) «ἠμέρας συχνάς» — για πολλές ημέρες (Πλάτ.)γ) «ἄλλοι συχνοί» — άλλοι πολλοί (Αριστοφ.)δ) «συχνὸν ἔργον» — δύσκολο έργο (Πλάτ.)ε) «ἐπὶ συχνόν» — επί μακρό χρονικό διάστημα (Ιπποκρ.)στ) «συχνὸν τὸ ὑπεραῑρον τὸ ὕδωρ [φυτόν]» — μεγάλο τμήμα φυτού που προεξέχει από το νερό (Θεόφρ.).επίρρ...συχνῶς ΜΑπολλές φορές, συχνά, συχνάκις.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθανή, ο τ. συχνός, μέσω ενός τ. *τυκ-σνός με αρχική σημ. «πυκνός, πεπιεσμένος», ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα tuk- τής ΙΕ ρίζας *tuāk- «συσφίγγω, περικλείω»].
Dictionary of Greek. 2013.